- σαλιαρίζω
- Ν [σαλιάρης]1. μωρολογώ, λέω ανοησίες, φλυαρώ2. μτφ. φλερτάρω κάποιον με ανόητο τρόπο, ερωτοτροπώ προκλητικά και σαχλά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαλιαρίζω — σαλιαρίζω, σαλιάρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σαλιαρίζω — 1. λέω ανοησίες, μωρολογώ. 2. μτφ., εκφράζω ερωτικά συναισθήματα, ερωτοτροπώ: Γέρασε και ακόμα σαλιαρίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαλιάρισμα — το, Ν [σαλιαρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαλιαρίζω, φλυαρία, μωρολογία 2. σαχλή ερωτοτροπία, προσπάθεια για σύναψη ερωτικών σχέσεων που γίνεται με γελοίο τρόπο … Dictionary of Greek
παιδιαρίζω — συμπεριφέρομαι σαν παιδί, παιδιακίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδί κατά τα ρ. σε (αρ)ίζω (πρβλ. σαλιαρίζω, σαχλαμαρίζω)] … Dictionary of Greek
παφλάζω — ΝΜΑ, αιολ. τ. παφλάσδω Α νεοελλ. αρχ. 1. (για νερό που τρέχει ορμητικά και για τα κύματα τής θάλασσας, ιδιαίτερα γι αυτά που σπάνε στα βράχια ή στην ακτή) ηχώ όπως το νερό που βράζει, που κοχλάζει 2. (για υγρό ή φαγητό που θερμαινόμενο έχει… … Dictionary of Greek
σαλιαρίστρα — η, Ν η σαλιάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαλιαρίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουδουνίσ τρα)] … Dictionary of Greek
σιαλίζω — και σιελίζω ΝΑ [σίαλον / σίελον] εκκρίνω σάλιο νεοελλ. 1. (μτβ.) επαλείφω ή βρέχω κάτι με σάλιο, σαλιώνω 2. μτφ. σαλιαρίζω … Dictionary of Greek